μυσαρόγλωσσος

μυσαρόγλωσσος
μυσαρόγλωσσος, -ον (Α)
αυτός που έχει βδελυρή γλώσσα, αυτός που τα λεγόμενα ή τα γραφόμενά του είναι βδελυρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυσαρός + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. πικρό-γλωσσος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”